- συμπάσας
- συμπά̱σᾱς , σύμπαςall togetherfem acc pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσερώ — έω, Α (ως μέλλοντας τού προσαγορεύω) 1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.) 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.) 3. παθ. προσεροῡμαι, έομαι διατάσσομαι.… … Dictionary of Greek